ακαλάθιαστος

ακαλάθιαστος
-η, -ο
αυτός που δεν μπήκε στο καλάθι: Αρκετά σταφύλια έμειναν ακαλάθιαστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαλάθιαστος — η, ο [καλαθιάζω] εκείνος που δεν έχει τοποθετηθεί σε καλάθι «ακαλάθιαστα σταφύλια» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”